Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

αν έχεις νέα


σκήπτρα και κύμβαλα διατάζουν
στεγνό μου λέπι.
ο τοίχος σάρκα γίνεται
μεμβράνη ρώγας γλυκιάς
μαύρο σταφύλι που φυτρώνει
στην άμμο οι ριπές αρχίζουνε
βροχή κι αέρας,
γούβες και καμπύλες χτενίζοντας,
μαβί αποκαλόκαιρο με τσιγαρόχαρτα αιγίδες
αφήνεις μια πατημασιά στο στήθος
φτιαγμένη από βράχο
ενθύμια κιτρινισμένα δίχως ενοχές,
κουβέντες δίχως δόντια και καρφιά,
λιωμένες αλυσίδες, γιατί κλαις
και μια ξεψυχισμένη ελπίδα,
μια λέξη ακαθόριστη
που σβήνει όταν έρχεται κοντά μου
Απόκαμα
μα η άμμος φως εκπέμπει
ξωπίσω της να σημαδέψεις ξανά
σημειωτόν σκοτώνονται ανά δύο οι πόθοι
για να μην προσπεράσω ηττημένη
την τελευταία μπάντα του στήθους διαλύοντας

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Πατίνι μακριά




Απ..Απ..Απ..
σαν ένα ζώο που διατάζει ο κύριός του
οπίσθια, εμπρόσθια, να προχωράς
τινάζει η αλυσίδα ως πότε
απώ..απώ..απών...
να! φεύγει... ξέφυγε..
κρύβεται μάτια φλογισμένα
απώλεια
απώλεια ολόγιομη
απώλεια ο δραπέτης να δακρύζει
σαρώνει τους βυθούς για τα χαμένα
σαράντα γαλόνια εικονίσματα ευχών
αδειάζουν μπρος σε μια βιτρίνα ποδηλάτων
τρία παιδιά ανταλλάζουν υποκοριστικά επίθετα
ποιά άφταστη ταχύτητα; 
η ταχύτητα της άδολης σκέψης
πάνω από τ' άγραφα ανυποψίαστα
θα μείνω ν αναβοσβήνω το λαμπατέρ
ώσπου να καεί το νήμα της μνήμης
όσο η μια στιγμή πάνω στην άλλη κολλά κι ελπίζει
κι η ωραιότερη των στιγμών σκεπάζεται
το πανωφόρι του προσήκοντος θανάτου 
μου αρέσει γενικά να μιλώ
με ξέχειλο της αντοχής το ποτήρι
τα χείλη ξερά
η ώρα γεμίζει τοπία νεκρά, κεφάλια κομμένα
και μαραμένες μαργαρίτες αγκαλιάς
πού πήγε η μέρα που θα έλαμπαν
τα ανθισμένα μας στήθη;
με πιάνει ρίγος ο χειμώνας που έρχεται..

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

μαύρο άτι


 

Πόση καθυστέρηση πια να παράγει
ένα δευτερόλεπτο επιζήσαντα ανθρώπινου ιστού
σε μια πλήρη περιστροφή της γης γύρω απτον εαυτό της;
τόσο ασήμαντοι είμαστε για τα αέναα περιβάλλοντα σύμπαντα
μια ζωή να κρέμομαι από μία αλήθεια θρυαλλίδα
που απειλεί με το τελευταίο δευτερόλεπτο
το άλογο του φρενήρους κόσμου
γραπώνεται από τη χαίτη του 
και λυτρώνεται στον πλησιέστερο γκρεμό
κάτω από τα ανεξέλεγκτα πόδια του
κυλώ
μέσα σ'ένα ποτάμι που' χει για γραφτό του
πάντα να λασπώνει περιεχομένων
βρωμερών συνειδήσεων και ασυγχώρητων λαθών
σαν την πρώτη βροχή στους τροχούς
που κινούνται γλοιώδεις στους δρόμους της πόλης,
μόνο που εκεί στα μαύρα από λάδια νερά
φωλιάζουν ουράνια τόξα
ενώ εδώ φωλιάζει μόνο η αλήθεια
εγώ, ένα μυρμήγκι,
σκαρφαλωμένη πάνω σ'ένα χαμένο βελούδινο πέταλο,
πιλοτάρω ξεγελώντας τον πλανητάρχη
να χρονοτριβεί στον θαυμαστό του ωρολόγιο κόσμο
μια λέξη δίχως νόημα και δίχως αντίκρυσμα
και την ίδια ώρα να μου σβήνει αργά, το ένα μετά το άλλο,
τα τελευταία φαρισαικά του φώτα
για να μην προλάβω
καμία έξοδο ανθηρή

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

αποτύπωμα μαμούθ σε ριζόχαρτο


Έγκλημα μικρή Λουτσία... Θα τρέχεις χνώτο ζεστό στα όνειρά τους τετράποδη κι από εκεί θα τους σπαράζεις το ευζείν...

Καθισμένη από ώρα, μια λέξη μέλισσα επιμένει να σου κεντρώνει το μέτωπο ώσπου της προσφέρεις στέγη της διανοίας σου για να σε απαλλάξει. Κι όλο έσταζε απώλεια το δεξί σου μανίκι. Όλες οι προσευχές κόλλαγαν στο ταβάνι κι έφτιαχναν σταλακτίτες. Σφαλιχτό το παράθυρο.


Ο έρωτας δεν είναι απλά μία πάροδος ευνοημένης σαρκός για τα εγκόσμια. Είναι η οδός μιας αέναης τυρρανίας του πνεύματος για τα πάντα.

Καλώς όρισες φωσφορίζουσα δράση στα σκοτεινά τα δάση....


Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

φθορίζον - ανάποδη πλοκή


Έσκυβε και περίμενε να ρθεί η μοσχοπεταλούδα 

Ζω στην αντίπερα όχθη σoυ.
κι αν δεν μπορώ να έρχομαι νωρίς;
φάε, δροσίσου,
σκέψη είμαι,
με κλέβουνε στο δρόμο τα πουλιά
κοντό μου μένει το φτερό
χέρια δεν έχω να σε πάρω αγκαλιά

Φτάνει η ανάσα στην παλάμη;

Εδώ τελειώνω με το καλοκαίρι μου
σπασμένα αναμνηστικά βυθού,
ωκεανού σιωπές πονάνε την πλάτη
χρόνους μεγάλους, σχίνους και λιοπύρια
τα κρατώ σφιχτά,
πόσα έχασα γλυκιά μου απόφαση
σα μοίρα όταν σε πήρα

Δεν είναι αγάπη λες
και τραβώ τον ουρανό να σκύβει πάνω μου
απόκανα που δεν μπορώ
επάνω σου να βασιστώ να δραπετεύσω
εσένα σε τυλίγουνε φωτιές
κι εμένα ζώνουνε οι χάντακες

Την ξώθυρα το σύστημα καταχτυπά
τροχοί του κάματου στριγγλίζουν,
βαγόνι που αγκομαχά κοράλια πεθαμένα
δεν έχει για βραβείο γαλανό αστερία
Μετά της Παναγιάς με γυροφέρνει ο πυρετός
χέρια της μηχανής, κίτρινα χέρια
άραγε ξέρει ο Θεός χειμώνα πότε θα φανείς
συμπύκνωμα αγάπης;